- προσκατέπηξε
- πρός , κατά-ἐφήκωto have arrivedaor ind act 3rd sg (ionic)πρός , κατά-πήσσωAër.aor ind act 3rd sgπρόσ-καταπήγνυμιstick fastaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.